- φορομπήχτης
- ο тот, кто облагает непосильным налогом; грабитель (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φορομπήχτης — ο, Ν αυτός που επιβάλλει πολλούς φόρους και υψηλή ή άδικη φορολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + μπήγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1810 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
φορομπήχτης — ο (ειρωνικά), αυτός που επιβάλλει μεγάλους φόρους στο λαό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορομπηχτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υψηλή ή άδικη φορολογία (α. «φορομπηχτική πολιτική» β. «φορομπηχτικό νομοσχέδιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φορομπήχτης. Το επί θ., στον λόγιο τ. φορομπηκτικός, μαρτυρείται από το 1810 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek